Φαίδρῳ

Φαίδρῳ
Φαῖδρος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαιδρῷ — φαιδρός bright masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρω — Φαί̱δρω , Φαῖδρας masc gen sg (attic epic ionic) Φαῖδρος masc nom/voc/acc dual Φαῖδρος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαιδρῶι — φαιδρῷ , φαιδρός bright masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαίδρωι — Φαίδρῳ , Φαῖδρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κατηγορηματικός — ή, ό [κατηγόρημα] 1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική») 2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου 3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» η μετοχή η οποία λειτουργεί ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”